- εξέταστρα
- τα [εξετάζω]το χρηματικό ποσό που υποχρεώνονται να καταβάλλουν οι εξεταζόμενοι για τη συμμετοχή τους σε εξετάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξέταστρα — τα 1. τα χρήματα που πληρώνει κάποιος, για να γίνει δεκτός σε εξέταση. 2. η αμοιβή του εξεταστή (πρβλ. δίδακτρα, κόμιστρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεταστικός — ή, ό (AM ἐξεταστικός, ή, όν) [εξεταστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή») αρχ. 1. ο κατάλληλος ν αναζητεί την αλήθεια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek